δεκώρυγος

δεκώρυγος
δεκώρῠγος, ον, ([etym.] ὀργυιά)
A ten fathoms long, X.Cyn.2.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεκώρυγος — δεκώρυγος, ον (Α) όποιος έχει δέκα οργιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ωρυγος, παράλληλος τ. τού οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ ώρυγος), ενώ το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν… …   Dictionary of Greek

  • δεκώρυγα — δεκώρυγος ten fathoms long neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • reĝ-1 —     reĝ 1     English meaning: right, just, to make right; king     Deutsche Übersetzung: “gerade, gerade richten, lenken, recken, strecken, aufrichten” (also unterstũtzend, helfend); direction, line (Spur, Geleise) under likewise… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”